παραψήχων

παραψήχων
παρά-ψήχω
rub down
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παραψήχω — Α 1. τρίβω ελαφρά προς τα πλάγια («παραψήχων τὸ ὄμμα», Αιλιαν.) 2. καθιστώ λείο κάτι («παραψήχειν τοὺς τοίχους», Πλούτ.) 3. καταπραΰνω, καθησυχάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ψήχω «χαϊδεύω, τρίβω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”